- ἀρκυστάσιον
- ἀρκυστασίαline of netsneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αρκυστάσιον — ἀρκυστάσιον, το (Α) το μέρος στο οποίο στήνουν τα κυνηγετικά δίχτυα. [ΕΤΥΜΟΛ. < άρκυς + στασιον < ίστημι] … Dictionary of Greek
άρκυς — ἄρκυς ( υος), η (Α) 1. κυνηγετικό δίχτυ 2. φρ. «ἄρκυες ξίφους» οι κίνδυνοι του ξίφους. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβ. ετυμολ. Ο τ. ανάγεται στην ΙΕ.ρίζα *arqu «λυγισμένο, καμπυλωτό» και, κατά μία άποψη, συνδέεται με τη λ. άρκευθος* καθώς και με τις σλαβικές… … Dictionary of Greek